Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Κωνσταντίνος Σκαρμούτσος






Του Γιώργου Τσιτιρίδη
Φωτογραφίες του Γιώργου Στριφτάρη 
Πού γεννήθηκες και μεγάλωσες;
Γεννήθηκα στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου του 1957 , το λέω γιατί δεν έχω τέτοια κολλήματα με την ηλικία. Μεγάλωσα στην Αθήνα στην Κηφισιά,  αλλά από μικρή ηλικία ταξίδευα πολύ συχνά, γιατί ο πατέρας μου είχε επιχειρήσεις εδώ και στο εξωτερικό. Ήμουν συνέχεια από τη μια πόλη στην άλλη,  Ιταλία , Γαλλία Γερμανία και αυτό μέχρι τα εικοσιένα  μου, έφυγα από το σπίτι γιατί παντρεύτηκα.
Πώς θυμάσαι τα εφηβικά σου χρόνια, πώς βίωσες τη  σεξουαλικότητα σου;
Ήταν πολύ ωραία η Αθήνα τότε και περνούσαμε καλά. Εγώ είχα συνειδητοποιήσει τότε ότι εκτός από στρέιτ και κάτι άλλο γίνεται και είμαι και γκέι, υπήρξα ας πούμε bisexual, αν και δε μ’ αρέσει ο όρος αυτός, όταν ο άλλος τον κρατάει εφ’ όρου ζωής, γιατί πιστεύω ότι στην εφηβεία  είσαι και λίγο γκέι και λίγο στρέιτ, αλλά μετά κάπου καταλήγεις. Επίσης το να πάς και με τα δύο φύλα κάποια στιγμή, π.χ. σε μια παρτούζα, δε σε κάνει ούτε γκέι αλλά ούτε και στρέιτ.

 
Δεν υπάρχει το bi δηλαδή για σένα.
Όχι , από μια ηλικία και μετά κάποιος έχει πάρει τις αποφάσεις του. Δεν μπορεί να αλλάζεις ψυχολογία, να αλλάζεις όλο το είναι σου, να συνευρίσκεσαι με ένα άτομο του ενός φύλου και μετά να κάνεις το ίδιο με το άλλο φύλο. Μπορεί να το κάνει κάποιος είτε για επαγγελματικούς λόγους, να είναι πορνοστάρ ή ζιγκολό,  που θα το κάνει γιατί εκείνη τη στιγμή έχει στο μυαλό του  τα λεφτά, ή θα είναι ένας καραγκέι που θα παντρευτεί για λόγους κοινωνικούς.  Όταν τελειώσει δηλαδή η εφηβεία, δεν μπορεί να είσαι  bisexual . Το  bi  είναι έλλειψη αποφάσεων τελεσίδικων,  είναι ανασφάλειες, είναι πειραματισμός  και εγώ ήμουν μέχρι μια ηλικία. Η γκέι μου ταυτότητα διαμορφώθηκε στη Μύκονο, στην οποία πηγαίναμε κάθε καλοκαίρι με την οικογένειά μου. Ο πατέρας μου ήταν φίλος με τον Pierro Aversa,  τον είχε γνωρίσει στο Kάπρι, ήταν στα εγκαίνια του μαγαζιού στην Μύκονο. Είχαμε και ένα σκάφος και πηγαίναμε στις παραλίες τότε και θυμάμαι ότι δεν είχαν ούτε καν όνομα. Εκεί άρχισε η γκέι μου ζωή, στα δεκατρία μου χρόνια.  Ήταν οι “9 Mούσες”, το “Remezzo”,  τότε ανοίγανε σιγά σιγά και ο πατέρας μου έκανε τις ερωτοδουλειές του εκεί. Ήταν  το top για την υψηλή κοινωνία τότε στο νησί. Ακόμα  και σήμερα το λατρεύω αυτό το νησί,  παρά τις αλλαγές του. Το αγαπώ πολύ το νησί και μ’ αρέσει να πηγαίνω, όχι γιατί πρέπει , για να φανείς, για να υπάρχεις κοινωνικά και να σε δούνε. Κάποιοι πάνε χωρίς να το αγαπάνε καν το νησί.
Και πώς βρέθηκες ξαφνικά μετά από όλα αυτά  μέσα σε ένα γάμο;
 Παντρεύτηκα στα εικοσιένα από παράφορο έρωτα. Τη συγκεκριμένη γυναίκα την ερωτεύτηκα πάρα πολύ και τη σεβόμουνα, μπήκα σ’ αυτήν την κατάσταση, ήθελα να το ζήσω αυτό το πράγμα και δεν είναι τυχαίο που ακόμα και σήμερα είναι η καλύτερη μου φίλη, πέρα από φίλη ή αδελφή μου,  αυτή είναι η οικογένειά μου, αυτή  και δυο τρεος φίλοι είναι που έχουν μείνει στη ζωή μου, μιας και δεν έχω οικογένεια, δεν έχω αδέλφια.
Άρα από έρωτα έγινε ο γάμος.
Παράφορο, και ήμουν μόνο με αυτήν και μέχρι να χωρίσουμε απόλυτα μονογαμικός. Σκεφτόμουνα και τότε αγόρια, μιας και πριν το γάμο είχα πάει με πολλά, ήξερα ότι μπορεί ο γάμος να μην κρατήσει πολύ, αλλά δεν την κεράτωσα ποτέ. Ήθελα μαζί της να το κάνω αυτό και να κάνουμε μια οικογένεια, ενδεχομένως και παιδιά.
…δεν κάνατε όμως.
Όχι. Είχε μείνει δυο φορές έγκυος, αλλά επειδή ήμασταν τότε 21 και 22 ετών θεωρούσαμε ότι είναι πολύ νωρίς και μας λείπει η εμπειρία της ζωής. Μετά τα έφερε η ζωή και χωρίσαμε... πολύ φιλικά και ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Εγώ την γκέι μου ζωή, η κοπέλα αυτή μετά ξαναπαντρεύτηκε.
Όταν την παντρεύτηκες, ήξερε για σένα, για τις προτιμήσεις σου;
Της είχα πει τα πάντα, με ποια αγόρια, πόσα αγόρια και τι κάναμε. Είχε ακούσει έτσι και αλλιώς πολλά, εγώ τα είπα γιατί δε μ’ αρέσει να λέω ψέματα και γιατί δεν ήθελα να τα μάθει διαστρεβλωμένα από τρίτους. Βρέθηκαν καλοθελητές έτσι και αλλιώς που πήγαν να της τα πουν και αυτή τους αποστόμωνε, λέγοντας ότι τα ήξερε ήδη όλα .
Ότι ήσουν μοναχοπαίδι σ’ ενοχλούσες
Μ’ άρεζε τότε, γιατί είναι αυτό το εγωιστικό ότι είναι δικά μου, αλλά μεγαλώνοντας και βλέποντας τις ευθύνες της ζωής, ναι θα ήθελα και άλλα αδέλφια. Ειδικά τώρα, που πέθανε ο πατέρας μου και φροντίζω τη μητέρα μου, θα ήθελα έναν αδελφό να μοιράζομαι τα βάρη. Την έλλειψη αδελφών την αντικαθιστούσα πάντα από φίλους.
Η  νύχτα στην Αθήνα τότε πώς ήτανς
Ήταν εκπληκτική η διασκέδαση τότε. Δεν ξέρω πως φαίνεται γραμμένο, δε μ’ αρέσει να το λέω από ψώνιο, αλλά έτυχε επειδή ήμουν σ’ αυτήν τη μεγαλοαστική τάξη – που είπαμε, χεσμένη την έχουμε – είχα λεφτά και μπορούσα να διασκεδάζω. Είχε καταπληκτικά κλάμπ και ντίσκο και έβγαινα κάθε μέρα, όμως κάθε μέρα, μέχρι το πρωί. Σαν κάτι παιδο’σ πλουσίων οικογενειών που βλέπουμε σε ταινίες, κάπως έτσι. Τώρα τέτοια διασκέδαση δεν υπάρχει. Έχει κάτι μικρά μαγαζιά που στριμώχνεσαι, δεν έχει πια αυτές τις ντίσκο με τον άπλετο χώρο που χόρευες, τσίριζες, ξέδινες. Τα γκέι μαγαζιά είναι συμπαθητικά, αλλά πολύ μικρά σαν χώρος. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, Μαδρίτη, Βαρκελώνη, έχει τεράστια μαγαζιά που χάνεσαι, με δυο και τρεις ορόφους. Γυρνάω σπίτι και νιώθω ότι κάτι δεν έκανα, ότι δεν ξέδωσα και αν πέρασα καλά, ήταν γιατί είχα τη διάθεση και είπα θα περάσω καλά. Θυμάμαι την εποχή που έκανε ο Βαλλιανάτος το Factory και του δίνω χίλα μπράβο. Ήταν από τα πρώτα άτομα που γνώρισα στην ενεργό γκέι ζωή μου. Έκανε πράγματα πολύ αβάν γκάρντ και προχωρημένα τότε για την Ελλάδα, αλλά του κόβανε τα πόδια. Όλα αυτά τα πάρτι και τα μαγαζιά και οι χορευτές ήταν καταπληκτικά πρώτα βήματα, που δεν προχώρησαν και λείπουν αυτά τα πράγματα.  Υπήρχαν καλά ωραία μαγαζιά, το “Alexanders”,  το “Αλέκος” ήταν τότε για το πρώτο ποτό, το “Graffiti” ένα καταπληκτικό μαγαζί.
Με τους γονείς σου ανοιχτά το θέμα ότι εισαι γκέι το συζητήσατε ποτέ;
Όχι, ανοιχτά ποτέ, αλλά είχαμε κάποιους καβγάδες για μια σχέση μου που είχα πριν το γάμο με ένα άτομο πολύ γνωστό και φτάσανε στα αυτιά τους διάφορα, και επειδή ανήκω σ’ αυτήν την εκνευριστική τάξη που λέγεται μεγαλοαστική, έφτασαν και γρήγορα και με το παραπάνω. Και γίνανε καβγάδες, έγινε λίγο της πουτάνας. Μου ζήτησαν να χωρίσουμε, εγώ δεν το έκανα. Μετά γνώρισα τη μελλοντική γυναίκα μου και το θέμα έσβησε απαλά με πολύ βολικό τρόπο για τους γονείς μου, που δεν το ξαναναφέρανε.
Τους ενδιέφερε τι θα πει ο κόσμος για σένα;
Όχι ιδιαίτερα , ήμασταν πολύ αλλόκοτη οικογένεια , ο πατέρας μου είχε κάνει τέσσερις γάμους, τους δύο με τη μητέρα μου, ήταν διάσημος πλεϊμπόι των Αθηνών, δεν ήταν ο άνθρωπος που θα έπρεπε να έχει γίνει πατέρας, με αγαπούσε, με λάτρευε, αλλά δεν ήταν να γίνει πατέρας σε καμιά περίπτωση και ήταν ένας άνθρωπος που έκανε έντονη ζωή, οπότε δεν μπορεί να τον ενδιέφερε τι έλεγαν οι άλλοι για μένα, μετά από όλα αυτά που είχε κάνει αυτός, θα ήταν και θράσος.
Και γιατί παντρεύτηκαν δύο φορές;
Ο πατέρας μου λάτρευε τους γάμους. Το ‘62 όταν ήμουν πέντε ετών, ερωτεύτηκε μια άλλη γυναίκα παράφορα, μια καλλονή 30 χρόνια μικρότερη του, πάρα πολύ γοητευτική και ωραία, και μας παράτησε, την παντρεύτηκε, χώρισαν μετά από 9 χρόνια, μετά ξαναπαντρεύτηκε με μια άλλη γυναίκα, στο μεταξύ και η μητέρα μου είχε κάνει την ζωή της, αλλά πάντα τον λάτρευε, και όταν της πρότεινε να τα ξαναβρούνε και να παντρευτούνε ξανά, το δέχτηκε. Το είδε σαν η οικογένεια ξανασχηματίζεται, αλλά δεν έγινε έτσι όπως το περιμέναμε, γιατί ο πατέρας μου συνέχιζε να ερωτεύεται και άλλες γυναίκες μετά, ήταν πολύ γοητευτικός, αλλόκοτος και ερωτύλος.
Τι επιχειρήσεις είχατε;
Είχαμε εργοστάσια και εταιρίες με ότι είχε να κάνει με το παιδί, ρούχα, παιχνίδια.
Και υπάρχουν οι επιχειρήσεις αυτές τώρα;
Δούλεψα σ’ αυτά δέκα χρόνια, από τα εικοσιένα που πέθανε ο πατέρας μου, δεκαπέντε μέρες μετά το γάμο μου από έμφραγμα, ανέλαβα εγώ ως τα τριανταένα, και επειδή δε με ενδιέφερε πολύ αυτή η δουλειά, περισσότερο με ενδιέφερε να ταξιδέψω, να γνωρίσω τον κόσμο και να μην είμαι καθηλωμένος σε μια δουλειά που απαιτεί πολύ χρόνο, είχα μια πάρα πολύ καλή πρόταση από έναν θείο μου και τα πούλησα όλα σ’ αυτόν.

Μετάνιωσες που πούλησες τις επιχειρήσεις σας;
Απαπα, καθόλου. Αν μου έλεγες για έναν εφιάλτη ότι θα τον ζούσα, αυτό θα ήταν η επιστροφή στο παρελθόν. Δεν είμαι εργασιομανής, δε με ενδιαφέρει να μαζεύω λεφτά , γκέι είμαι, παιδιά δεν έχω, οικογένεια και υποχρεώσεις δεν έχω, πρέπει το χρήμα και η δουλειά να υπάρχουν για να σπαταλιούνται, γιατί η ζωή είναι μικρή, δεν ζούμε για τα ογδόντα και τα ενενήντα και δε θα ‘θελα με τίποτα να ζήσω τόσο πολύ αυτήν την εγκατάλειψη, το πέσιμο, να έχω γίνει ένα χούφταλο δυστυχισμένο. Θα έχει καταλήξει το σώμα, θα έχω καταλήξει εγώ, θα χρειάζεται να με προσέχουν και να με νταντεύουν.  Θα έχουν φύγει όλα τα ωραία στοιχεία . Γι’ αυτό λέω ότι, αν ο Θεός μ’ αγαπάει, να μη μ’ αφήσει να καταντήσω έτσι και να πεθάνω περήφανος. Ζω την κάθε μέρα λοιπόν σαν να είναι η τελευταία. Αυτός που καυλώνει περισσότερο με τον τραπεζικό του λογαριασμό παρά με την ίδια τη ζωή, χάνει το νόημα και τη χαρά των πραγμάτων. Και η ζωή μπορεί να σου φέρει πολλά και αλλόκοτα πράγματα, και σε εμένα συνέβησαν περίεργες καταστάσεις .
Δηλαδή;
Π.χ ότι έχασα στα δεκατρία το μάτι μου.
Πως έγινε αυτό;
Σε ένα ατύχημα στο γκολφ. Αυτά είναι τα αστεία της ζωής. Πας με δυο μάτια να παίξεις με ένα φίλο σου γκολφ, γιατί ανήκεις υποτίθεται σ’ αυτήν τη μεγαλοαστική γελοιωδέστατη τάξη και πρέπει να παίξεις και γκολφ, δες τι ειρωνεία έχουν όλα αυτά από πίσω, και φεύγεις με ένα μάτι και ένα χρόνο στο νοσοκομείο. Ο φίλος μου αυτός, χωρίς να το θέλει και χωρίς να το προσέξει, την ώρα που πήγε να παίξει, εγώ ήμουν από πίσω και έφαγα την μπαστουνιά. Το πώς δεν πέθανα ήταν τεράστιο θαύμα. Μου άνοιξε το κεφάλι στα δύο, το μάτι καρφώθηκε στο γκαζόν, ήμουν επί μήνες σε κώμα και στο νοσοκομείο. Και αυτό με στιγμάτισε και με τα ταρακούνησε πάρα πολύ. Δεν μπορείς να κάνεις σχέδια και προγράμματα αφ’ υψηλού. Δεν ξέρουμε τι θα μας συμβεί σε ένα λεπτό από τώρα.
Ένιωθες κόμπλεξ μετά που είχες ένα μάτι;
Όχι, καθόλου. Το γύρισα ανάποδα. Είχα χαρακτήρα πολύ αλήτικο και περήφανο από μικρός  και λέω «δε θα με βάλει από κάτω, να είμαι το έρημο, το κακόμοιρο, με το ένα μάτι». Πήρα ένα τσαμπουκά λοιπόν και αποφάσισα να γίνω ένας  πειρατής σε εισαγωγικά και κυριολεκτικά. Έτσι και αλλιώς κυκλοφορούσα για καιρό με το μαύρο κάλυμμα στο μάτι, μέχρι να βάλω τα γυάλινο. Δεν το κρύβω, το λέω, μ’ αρέσει που μ’ έκανε δυνατό και γενναίο, που έβαλα εγώ κάτω τη ζωή και όχι αυτή εμένα. Δεν κλαίγομαι, δε μιζεριάζω.
Οι άλλοι πώς αντιδρούν, σε απέρριψαν;
Κάποιοι σοκάρονται όταν τους το λέω, αλλά όχι, δε με απέρριψαν, μπορεί να έχει προσθέσει και κάτι σε γοητεία πάνω μου. Το ατύχημα αυτό ήταν σαν να ήμουν πειρατής, ιππότης και δε μου τη λέγανε ούτε οι συμμαθητές μου. Ένα παιδί μόνο βρέθηκε να με πει μια μέρα «Φύγε από την παρέα μας, μονόφθαλμε». Αλλά εγώ γελούσα, δεν είχα κανένα απολύτως πρόβλημα.
Τι σπουδές έκανες;
Οικονομικά στο Παρίσι, ακριβώς πριν το γάμο. Το έκανα γιατί ο πατέρας μου το ήθελε.  Εγω  σιχαινόμουν  τα οικονομικά και τα σιχαίνομαι και τώρα, τα έκανα και τα κατάφερα σε ένα δύσκολο πανεπιστήμιο, στη Σορβόννη, αλλά τα έκανα με το στανιό, με πάρα πολλή δυσκολία, αλλά παράλληλα έκανα κρυφά μαθήματα για την τέχνη, τα οικονομικά ήταν για να του βουλώσω το στόμα. Ήθελε τότε να τα κάνω για τις επιχειρήσεις μας, για να αναλάβω. 

Ταξίδεψες πολύ;
Όταν τα πούλησα όλα, άρχισα να ταξιδεύω, να ζω  Αυστραλία , Ευρώπη, Ασία, έκανα και μια  περιοδεία στον Ειρηνικό Ωκεανό, είχα πάει στα Φίτζι, Χαβάη, Κουκ, γαλλική Πολυνησία και ζούσα στην Ευρώπη πολύ διάστημα, Ρώμη και Παρίσι. Γενικά με μια βαλίτσα στο χέρι ήμουνα.
Ποια είναι η πιο ιδανική πόλη για να ζεις εσύ και ποια η πιο ιδανική για τους γκέι;
Αν έπρεπε να φύγω από την Αθηνά να πάω να ζήσω αλλού, μάλλον η Βαρκελώνη. Έχει  τέχνη , χαρά, ευγένεια των ανθρώπων, έχει το στοιχείο της θάλασσας, την γκέι ζωή. Τη λάτρεψα τη Βαρκελώνη. Και τη Ρώμη τη λατρεύω και το Παρίσι, αλλά τη Βαρκελώνη θα επέλεγα.  Τώρα για έναν γκέι και η Μαδρίτη είναι καλή και φυσικά και το Βερολίνο πάρα πολύ, απλώς στο Βερολίνο έχει σουπερ γκέι ζωή, αλλά έκφυλη, εκατομμύρια γαμήσια, πολύ σεξ, μόνο σέξ. Το πρωί μουσεία και βόλτες και το βράδυ μόνο σέξ, πολύ ελεύθερα και χωρίς πια κανένα όριο . Εδώ υπάρχουν ακόμα κάποια όρια και αυτοι που δε σοκάρονται με τίποτα, θα σοκαριστούν μια σταλίτσα στο Βερολίνο  μ’  αυτά τα 48ωρα πάρτυ και τις παρτούζες.
Πώς είναι να ζεις σε μια μεγαλοαστική οικογένεια;
Καλά ήταν, δεν μπορώ να πω ότι δεν ήταν καλά. Κατηγορώ το μεγαλοαστισμό για μερικά κλισέ που δημιουργεί,  για τα αρνητικά του, για τα όρια που βάζει, αλλά δεν μπορώ να πω ότι είναι άσχημα να έχεις χρήματα, αλλά έχουν και αυτά ένα τίμημα. Ήμασταν στο επίκεντρο πολλές φορές οι μεγάλες οικογένειες  τότε, ήταν πολύ λίγες, σχολίαζε η μια την άλλη, αλλά τι να πω, πέρασα πολύ ωραία παιδικά χρόνια, ήταν πολύ καλά, αν και δε γουστάρω αυτήν τη μεγαλοαστική τάξη. Αν και έχω επαφή  ακόμα και  τώρα, τη γράφω στα αρχίδια μου. Μ’ ενδιαφέρει ο άνθρωπος και όχι η τάξη. Είμαι υπέρ της φιλίας των ανθρώπων. Τάξη είναι το μεγαλείο της ψυχής μέσα μας. Δεν είναι τίποτα τα λεφτά, ο άνθρωπος έχει σημασία πώς θα είναι. Δεν πιστεύω στις μικρές κλίκες που δεν μπαίνει κάνεις άλλος, τα κουτιά, τα κυκλώματα που θέλουν οι άνθρωποι να βάζουν τους άλλους και τον εαυτό τους μέσα.
Πώς αντιμετωπίζει ο μεγαλοαστισμός το σεξ και την ομοφυλοφιλία;
Καταπιέζουν πολλά πράγματα, είναι γνωστό, παντρεύεται η τάδε με τον τάδε, αρχίζει η συμβατικότητα, το κέρατο ή χωρίζουν. Λίγες  είναι οι καλές καταλήξεις, οι ωραίες, με τα αγνά συναισθήματα. Κάποιος παντρεύεται γιατί έχουν λεφτά, κάνουν τα γλυκά- πικρά για τα λεφτά, ενώνονται οικογένειες, ε, είναι πολλή υποκρισία αυτό. Και για τους γκέι μεγαλοαστούς, είναι καταπιεσμένοι, δεν τους γουστάρω καθόλου που δεν είναι ειλικρινεις  με τους ανθρώπους, τους φίλους τους, είναι αντικαβλωτικοί  και αντιερωτικοι.  Και καταπιέζονται τόσο πολύ, κρύβονται, πάνε μόνο σε σκοτεινά, κρυφά μέρη, κανουν σεξ στο εξωτερικό ή ψάχνουν τα έσκορτ στα τσατ.  Με λυπούν αυτά τα περιστατικά, γιατί φαντάσου τη δυστυχία, φαντάσου καταπίεση που πρέπει να νιώθουν. Να ζεις και να μην μπορείς να πεις τι είσαι, τι θέλεις, να κάνεις λευκούς γάμους, οι μισοί στα chat είναι παντρεμένοι.
Έχεις νιώσει να σε έχουν πλησιάσει κάποιοι γιατί έχεις χρήματα και ανήκεις στον κοινωνικό κύκλο των πλουσίων;
Τυχαίνει και ναι, αλλά λίγες φορές. Ήμουν και εγώ πολύ προσεκτικός. Με πλησίασαν για να μου μιλήσουν με το σκεπτικό ότι θα κερδίσουν κάτι, το έχω αισθανθεί ότι είχαν σκοτεινά και περίεργα κίνητρα, αλλά το βρίσκω λίγο γελοίο. Είμαι και εγώ πολύ χύμα και δεν αφήνω και πολλά περιθώρια και το καταλάβαιναν ότι δεν μπορούν να κερδίσουν με αυτόν τον τρόπο τίποτα.
Ο σχεδιασμός κοσμημάτων πώς ήρθε στη ζωή σου;
Μ’ άρεσε από μικρό παιδί , χάζευα τις βιτρίνες και χανόμουνα μέσα στις πολύτιμες πέτρες, έφευγα. Μ’ αρέσουν τα χρώματα, οι όψεις στα πετρώματα. Και από ένα σημείο και μετά ασχολήθηκα , φορούσα κατ’ αρχήν εγώ, έψαχνα να βρω περίεργες πέτρες και τις έκανα κοσμήματα για μένα και το 2000 το έκανα λίγο πιο σοβαρά και έκανα σειρές γυναίκειων κοσμημάτων. Όχι πολύ ευκολοφόρετα, αρκετά μπαρόκ, θεατρικά, έξαλλα. Μ’ άρεσαν να είναι ιδιαίτερα, να υπάρχει το αποτύπωμά μου επάνω, να μην είναι της σειράς. Στο εξωτερικό που τα διακινώ, εκει οι γυναίκες είναι πιο έτοιμες να δεχτούνε και να φορέσουν τα κοσμήματα αυτά, το έδαφος είναι έτοιμο, οι Ελληνίδες λίγο φοβόντουσαν ότι παραείναι μεγάλο, παραείναι ιδιαίτερο, τι θα πούνε κτλ.
Αντρικά κάνεις;
Κατά παραγγελία, περισσότερο κάνω όμως για μένα.  Ψάχνω πέτρες που μ’ αρέσουν για μένα  και κάνω πολλά μη εμπορικά κοσμήματα έξαλλα, τα οποία φοριούνται από ανθρώπους που έχουν τη δύναμη να το υποστηρίξουν. Πρέπει να το φοράς και να μη σε φοράει το κόσμημα, για να μη γίνεις γελοίος. Τα κοσμήματά μου είναι σ’ αυτό το οριακό σημείο. Μπορώ να υποστηρίξω και τα πιο περίεργα κοσμήματα και να ξεχνάω ότι τα φοράω. Γουστάρω τα μεγάλα κοσμήματα εγώ, τα βαριά, ίσως να είναι το μάτι, το κατάλοιπο του πειρατή, σαν κουρσάρος της Καραϊβικής.
Εκτός αυτού είσαι και συλλέκτης.
Μαζεύω πράγματα, αγοράζω πράγματα. Δεν είναι όλα ακριβά, μπορεί να κάνουν ένα ευρώ. Αν εχω τη διάθεση και μου δημιουργήσει την επιθυμία να το αγοράσω και μπορώ, τότε θα το πάρω.
Η συλλογή με τα ρολόγια Swatch πώς σου προέκυψε;
Και αυτό από τρέλα. Ήταν το 1980, είχα δει τα δύο πρώτα ρολόγια σε ένα αεροδρόμιο, στο Παρίσι νομίζω ήταν, τα πρώτα που είχαν βγει. Δεν υπήρχε μέχρι τότε ρολόι με τέτοια χαρούμενη διάθεση, με χρώματα και πλαστικό. Ήταν πάρα πολύ φθηνά τότε και τα πήρα. Μετά μπαίνοντας σ’ αυτόν τον κόσμο, μαθαίνοντας τη φιλοσοφία, άρχισα να μαζεύω ρολόγια  Swatch. Άρχισα να μαζεύω, να πηγαίνω σε συνέδρια, σε events συλλεκτών. Ήμουν σαν τρελός με τους καταλόγους, να κοιτάω μέρες ολόκληρες τι πουλήθηκε πού και πόσο. Είχα μια από τις μεγαλύτερες συλλογές. Και ξαφνικά όπως μου ήρθε η μανία αυτή, το 1995 ενώ είχα μαζέψει 1.500 ρολόγια,  έκανε τον κύκλο του και έκλεισε. Δεν ξανασχολήθηκα και δεν ξαναγόρασα ρολόι. Τότε ήταν η χρυσή εποχή και η μανία των συλλεκτών, το νέο παιχνίδι της εποχής. Γνώρισα πολύ τρελούς και σημαντικούς ανθρώπους μέσα από αυτή τη συλλεκτική μανία. Μετά το 1995 άρχισε μετά να σβήνει, δεν ξαναγόρασα ούτε ένα ρολόι.
Από τους καλλιτεχνικούς κύκλους είχες κάνει παρέες και γνωριμίες;
Ναι, με πάρα πολλούς ανθρώπους, πολύ διάσημους και σημαντικούς. Ένας που ομολογώ μου έμεινε μέσα στην καρδιά και δε θα ξεχάσω ήταν ο Αντρέας Βουτσινάς, που είχα την τύχη να τον γνωρίσω σε ένα συνέδριο μεγάλο Swatch, που έγινε στην Ρόδο. Και το περίεργο ήταν ότι τον σιχαινόμουν, με εκνεύριζε φρικτά και του το είπα. Μου ερχότανε να του ρίξω μπουνιά και κατέληξε να γίνει φίλος μου, να λέμε τα εσώψυχά μας και να αναπτύξουμε μια πάρα πολύ ωραία σχέση, που διήρκεσε μέχρι που αρρώστησε και μέχρι το θάνατό του. Ήταν πανέξυπνος, με ένα λαμπρό χιούμορ, πολύ φιλοσοφημένος .
Ποιοι εικαστικοί σ’ αρέσουν και έχεις έργα τους;
Έχω γνωρίσει πολλούς στο εξωτερικό και στη Ρώμη, εδώ στην Ελλάδα ο Άγγελος Χατζηαράπογλου,  ο Δημήτρης Αντωνίτσης που έχω έργα του, τον εκτιμώ πολύ, είναι και αυτός γκέι. Είναι πολλοί, έχω γνωρίσει πολλούς, η Ελλάδα έχει πολύ τέχνη.
Το χρήμα ανοίγει τις πόρτες τελικά;
Ανοίγει, αλλά αν δεν αξίζει κάποιος, κλείνουν και πολύ γρήγορα. Όσο εύκολα ανοίγουν, άλλο τόσο εύκολα κλείνουν. Αν δεν έχεις και μια αξία μέσα σου, δεν μπορείς να αγοράσεις την παρέα, την αγάπη, το κέφι, μπορείς απλά να κάνεις μερικά πράγματα. Είναι σαν ένα ψευτοδιαβατήριο, αλλά μέχρι πότε; Μπορεί να κάνεις ένα μπάμ και να ξεχαστείς, όταν σκάσει η φούσκα.
Θα θελες να έχεις δεσμό, συντροφιά;
Έχω ένα δεσμό εδώ και εννιά μήνες, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, με ένα παιδί που μένει Ιταλία. Αλλά δεν έχει σημασία αυτό, έχω και δεσμό, αλλά είμαι και ελεύθερος. Είμαι υπέρ του έρωτα και του πάθους και όχι της συντροφιάς. Τη συντροφιά την  παιρνώ από άλλες μεριές. Όταν  είναι δυο άνθρωποι μαζί, θέλω να υπάρχει ένα πάθος, ένα συναίσθημα και να μη μένουν μαζί μόνο και μόνο για τη συντροφιά  και για το μετά.  Δεν  χτιζω για μετά και κοιτάω τα μετά. Ζω την ημέρα με ό,τι αυτό σημαίνει, καλό ή κακό. Τη συντροφικότητα τη βρίσκω σε φιλίες και σε πρώην δεσμούς, που συνεχίζουμε και κρατάμε φιλίες.
Όνειρα για το μέλλον;
Εύχομαι η ζωή να με έχει υγιή και να γίνομαι λίγο καλύτερος από αυτά που ζω και μαθαίνω. Τίποτα άλλο δεν μπορώ να πω.

(πρώτη δημοσίευση περιοδικό screw)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου